- μιλλερίτης
- ο(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού νικελίου το οποίο απαντά σε φλέβες ανθρακικών ορυκτών ή ως προϊόν εξαλλοίωσης άλλων νικελιούχων ορυκτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. millerite, από το επώνυμο τού W. Η. Μiller, Άγγλου ανθρακολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.